- χορταιόβαμος
- χορταιό-βᾱμος, ὁ, epith. of Silenus (cf. sq. 1), Hsch.; also [suff] χορταιο-βάμων [pron. full] [ᾱ], ον, gen. ονος, Trag.Adesp.601.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χορταιόβαμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορταιόβαμος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ χορταιοβάμων». [ΕΤΥΜΟΛ. < χορταῖος «χοντρό ένδυμα, προβιά» (< χόρτος) + βαμος (< βᾶμα / βῆμα), πρβλ. παλίμ βαμος] … Dictionary of Greek
χορταιοβάμων — χορταιόβαμος masc gen pl χορταιοβά̱μων , χορταιοβάμων masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)